- αποστολή
- η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω]το να αποστέλλει κανείς κάτινεοελλ.1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπροσωπεία4. ειδική υπηρεσία που ανατίθεται σε στρατιωτικούς, διπλωμάτες κ.λπ.αρχ.1. εκτόξευση, εξακόντιση2. απαλλαγή από υπηρεσία3. εκστρατεία4. φρ. «δίδωμί τι ἀποστολάς τινι» — δίνω κάτι σε κάποιον ως δώρο αποχωρισμού.
Dictionary of Greek. 2013.